-
1 ανυμφος
21) лишившийся супругов, опустевший, осиротевший(μέλαθρα Eur.)
2) безбрачный, одинокий(τροφή Soph.)
νύμφη ἄ. Eur. — несчастная (мнимая) невеста -
2 ἄνυμφος
ἄνυμφος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄνυμφος
-
3 ἄ-νυμφος
ἄ-νυμφος ( νύμφη), ohne Braut, unvermählt, neben ἄνανδρος Eur. Hipp. 574; vom Manne, Men. bei Strab. VII p. 297; νύμφη ἄνυμφος, unbräutliche Braut, die keine ist, Eur. Hec. 616; γάμων μιαιφόνων ἁμιλλήματα ἄνυμφα Soph. El. 483, frevelhafter Ehe Liebeskämpfe.
См. также в других словарях:
άνυμφος — ἄνυμφος, ον (Α) 1. ο χωρίς γάμο 2. φρ. α) «ἄνυμφος τροφή» άγαμος βίος β) «νύμφη ἄνυμφος» δυστυχισμένη νύφη γ) «ἄνυμφα μέλαθρα» σπίτι χωρίς γυναίκα … Dictionary of Greek
νύφη — και νύμφη, η (ΑΜ νύμφη, Α δωρ. τ. νύμφα Μ και νύφη) 1. γυναίκα που τελεί ή τέλεσε πρόσφατα τους γάμους της, νιόπαντρη 2. η σύζυγος τού γιου σε σχέση με τους γονείς του («διχάσαι νύμφην κατά τής πενθερᾱς αὐτής», ΚΔ) 3. η σύζυγος ενός από τους… … Dictionary of Greek