Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

νύμφη ἄνυμφος

См. также в других словарях:

  • άνυμφος — ἄνυμφος, ον (Α) 1. ο χωρίς γάμο 2. φρ. α) «ἄνυμφος τροφή» άγαμος βίος β) «νύμφη ἄνυμφος» δυστυχισμένη νύφη γ) «ἄνυμφα μέλαθρα» σπίτι χωρίς γυναίκα …   Dictionary of Greek

  • νύφη — και νύμφη, η (ΑΜ νύμφη, Α δωρ. τ. νύμφα Μ και νύφη) 1. γυναίκα που τελεί ή τέλεσε πρόσφατα τους γάμους της, νιόπαντρη 2. η σύζυγος τού γιου σε σχέση με τους γονείς του («διχάσαι νύμφην κατά τής πενθερᾱς αὐτής», ΚΔ) 3. η σύζυγος ενός από τους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»